- αμαλαγιάζω
- [αμαλαγιά]1. βόσκω ζώα σε αμαλαγιά, σε τόπο με άφθονη βοσκή2. αφήνω χωράφι ακαλλιέργητο για να χρησιμεύσει για βοσκή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαλαγιά — και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η 1. το να είναι κανείς αμάλαγος 2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα 3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη 4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια 5.… … Dictionary of Greek